αδαιμόνιστος

αδαιμόνιστος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι δαιμονισμένος, που δεν έχασε το λογικό του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδαιμόνιστος — η, ο [δαιμονίζω] αυτός που δεν προσβλήθηκε από διαμόνια, ο μη δαιμονισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”